- ἀγρεῦσαι
- ἀγρέωtakepres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic)ἀγρεύωtake by huntingaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυγκαστήσει — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αὔξει παραπλησίως, ἢ λυγκάσαι, ῥεῡσαι» (ίσως: «ἢ λύγκας ἀγρεῡσαι») … Dictionary of Greek